Η συγγραφέας Εύα Βλάμη (1910-1976) αρχίζει το βιβλίο της “Γαλαξείδι ” (Εκδόσεις Εστία 1947), με μια ποιητική αλλά και πιστή περιγραφή του τόπου:
Το Γαλαξείδι βρίσκεται στον Κορινθιακό, από της Στερεάς τα μέρη. Βαθιά χωμένο, βρέχεται από τα Κρισαϊκά νερά, καθώς έχουν ονοματίσει τη θάλασσα που κρύβεται στην αγκαλιά του. Ολόγυρα ζώνεται από ψηλά βουνά, που του χαρίζουνε απανεμιά και σιγουριά. Στ’ αλήθεια, ο κόρφος του είναι έτσι φτιαγμένος, που θαρείς πως είτανε βουλή θεού να γίνει το Γαλαξείδι τόπος ναυτικός. Η πολιτεία, τα πολύ παλιά χρόνια, είτανε χτισμένη στη βουνοπλαγιά. Μα κάποιος απ’ τους πολίτες της πεθύμησε μια μέρα να κατεβεί να παιζογλεντίσει με τη θάλασσα, που την έβλεπε ν’ απλώνεται ξέγνιαστη πέρα ως πέρα. Κοντά σε τούτον τ’ αποφάσισε κι άλλος, στον άλλον κι άλλος, κ’ έτσι συνάχτηκα οι πρώτες φαμελιές που είδε ο τόπος.
Ο παραδοσιακός οικισμός είναι κτισμένος στο βραχώδες ακρωτήριο ανάμεσα στους δύο κολπίσκους, περιβάλλεται από ερείπια του αρχαίου τείχους και στη κορυφή του δεσπόζει η μεγαλοπρεπής εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
Τα πολύ παλιά χρόνια οι άνθρωποι ζούσαν στους γύρω λόφους και βουνά. Όπου και να περπατήσεις στα βουνά γύρω από το Γαλαξείδι βρίσκεις τα ίχνη τους. Οι αρχαιολόγοι μάλιστα σε μία βουνοκορφή ανασκάψανε και αρχαίους τάφους με άφθονα κτερίσματα..
Αργότερα πρέπει να κτίσανε πολιτεία, το Χάλειον, στη βουνοπλαγιά πάνω από το σημερινό Γαλαξείδι, κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Βλάσση αλλά απλώθηκαν και στους κάμπους και τους πρόποδες των γειτονικών λόφων. Ωστόσο λες και η μοίρα είχε δέσει τους κατοίκους από νωρίς με τη θάλασσα.
Περιοχή του Αγίου Βλάσση που πρέπει να βρίσκονταν το αρχαίο Χάλειον
Από όποιο σημείο και εάν αγνάντευαν οι αρχαίοι κάτοικοι έβλεπαν τη πλατειά θάλασσα με τις παραλίες και τους κόλπους στις αντίπερα όχθη.
Έτσι πρέπει να σκάρωσαν πλεούμενα για να ψαρεύουν και να γυροφέρνουν τα νησάκια και λίγο-λίγο με μεγαλύτερα πλεούμενα ξεθάρρεψαν και ανοίχτηκαν στις μεγάλες θάλασσες. Έκαναν εμπόριο με άλλα μέρη της Ελλάδας και φέρανε από τη Μήλο και άλλα νησιά του Αιγαίου το σκληρό πέτρωμα για να φτιάχνουν λεπίδες για όπλα και εργαλεία. Στη θάλασσα βρέθηκαν από ναυάγια αμφορείς που χρησιμοποιούνταν πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια.
Στη μικρή βραχώδη χερσόνησο ανάμεσα στα δύο λιμάνια αποφάσισαν οι αρχαίοι τελικά να φτιάξουν ένα σπουδαίο οχυρό για την πόλη τους το Χάλειο, που σε πολλά του σημεία σώζεται μέχρι σήμερα.
Τα απομεινάρια του αρχαίου τείχους στο κάτω μέρος της εικόνας
Ένας από τους πύργους του τείχους
Εδώ και στα γύρω νησιά γράφτηκε η ιστορία του τόπου μέχρι τις ημέρες μας. Στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια, όταν ξένοι βάρβαροι έρχονταν από τη στεριά, οι άνθρωποι περνάγανε με τα πλεούμενα στα νησιά όπου έβρισκαν καταφύγιο και πρέπει να ζούσαν για καιρό εκεί. Έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι βρίσκουν σε όλα τα νησάκια τα ίχνη του περάσματός τους.
Ωστόσο οι επιδρομές και οι σεισμοί πρέπει να ερήμωσαν τον τόπο γιατί οι κάτοικοι ξέχασαν το όνομα Χάλειο, και η κατοπινή πολιτεία ονομάστηκε Γαλαξείδι.
Στη κορυφογραμμή του βουνού πάνω από το Γαλαξείδι και ανάμεσα στα ερείπια των αρχαίων οικισμών βρίσκεται το βυζαντινό Μοναστήρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα Χριστού.
Ο Ναός της Μονής του Σωτήρα Χριστού
Εκεί εγκαταβίωσε ο ιερομόναχος Ευθύμιος, ανήσυχος πατριώτης, που κοπίασε πολλές νύχτες διαβάζοντας παλαιά βιβλία και έγγραφα, που σώζονταν στο μοναστήρι, για να γράψει ένα Χρονικό που καλύπτει την ιστορία του τόπου από το 10ο μέχρι τον 18ο αιώνα.
Στο ερειπωμένο μοναστήρι μέσα σε κρύπτη βρήκε ο Γαλαξειδιώτης Κωνσταντίνος Σάθας, το 1864, το περίφημο Χρονικό που αφηγείται τα πάθη και τις δόξες της θαλασσινής πολιτείας που συνεχώς καταστρέφεται και ξαναγεννιέται. Περιγράφει επιδρομές Βουλγάρων, Φράγκων, Κουρσάρων και πειρατών και γεγονότα στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Η τελευταία περιπέτεια που αφηγείται το Χρονικό είναι η σφαγή και καταστροφή του Γαλαξειδιού από το φοβερό πειρατή Ντουρατζίμπεη (γύρω στα 1660).
«Όσοι απομείνασι Γαλαξειδιώτες επήρασι τα βουνά τα πλάγια και τους λόγγους και εχτίσασι ‘δω και ‘κει καλύβες και εκεί που εμαζωχτήκασι το λένε Παλιογαλάξειδο και εμείνασι κατετρεμένοι χρόνια δεκατρία.»
Αυτή τη γη, που είναι όλο πέτρα και αγκάθι, προσπάθησαν να καλλιεργήσουν και να θρέψουν τα ζωντανά τους για να ζήσουν οι λίγες φαμίλιες που είχαν απομείνει.
Όταν ξαναγύρισαν στον τόπο τους, σιγά-σιγά ξανάχτισαν τη πόλη τους και άρχισαν πάλι να σκαρώνουν καράβια. Η επανάσταση του ’21 τους βρήκε εύπορους και δυνατούς στη στεριά και στη θάλασσα και τα έδωσαν όλα στον αγώνα. Με οπλισμένα καράβια περιπολούσαν τον Κορινθιακό γιαυτό και οι Τούρκοι κατέστρεψαν το Γαλαξείδι τρεις φορές.
Η απελευθέρωση βρήκε το Γαλαξείδι έρημο και κατεστραμμένο αλλά σύντομα ξαναχτίστηκε. Γύρω από τα δύο λιμάνια ετοιμάζουν ναυπηγεία και αρχίζουν πάλι τα εμπορικά ταξίδια. Γρήγορα το Γαλαξείδι έγινε μεγάλη ναυτική δύναμη.
«Κάποτε μετρούσε πεντακόσιες σημαίες καραβιών και ψυχομέτρι έξι χιλιάδες και απάνω.»
Από το βιβλίο του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου Γαλαξειδιώτικα Καράβια.
Ανατύπωση Εκδόσεις Γκόνη 1996
Σκίτσα Σπύρου Βασιλείου με πολλά ιστιοφόρα στο λιμάνι.
Από το βιβλίο του ζωγράφου Γαλαξειδιώτικα Καράβια. Ανατύπωση Εκδόσεις Γκόνη 1996
Τη ζωή της μικρής ναυτικής πολιτείας σημάδευε η περιπέτεια του ταξιδιού με τα ξύλινα καράβια των πανιών, τους κινδύνους της θάλασσας και τους αφανισμούς στο πέλαγος αλλά και τα κέρδη που φέρνανε πίσω. Έτσι έγιναν τα αρχοντόσπιτα που κάνουν το Γαλαξείδι ξεχωριστό.
Χτίσανε και τη μεγάλη εκκλησία στη ψηλότερη κορφή της πόλης τους τον Αϊ Νικόλα. Το ιερό του τέμπλο, αριστούργημα ξυλογλυπτικής τέχνης, είναι από τα πιο περίτεχνα που υπάρχουν στην Ελλάδα. Ο σπουδαίος τεχνίτης σμίλεψε, με μοναδική τέχνη πάνω σε ατόφιο ξύλο, ένα πλήθος από ιερές παραστάσεις και μορφές. Δουλεμένο μέχρι την παραμικρή γωνιά γεμάτο με μορφές Αγίων και Αγγέλων, λουλούδια, φρούτα, καρπούς, μυθικά ζώα, ερπετά και πολλά άλλα στολίδια.
Από το τέμπλο του Αγίου Νικολάου
Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα τελειώνει η εποχή των μεγάλων ιστιοφόρων στο Γαλαξείδι καθώς έχει έρθει η εποχή του ατμού.
Οι ναυπηγήσεις γίνονται αραιότερες και αρχίζει με γρήγορο ρυθμό η παρακμή.
Πολλοί Γαλαξειδιώτες προσπάθησαν, ήδη από το 1883, να προσαρμοστούν στις καινούργιες απαιτήσεις και αγόρασαν ατμόπλοια. Όμως, τα οικονομικά μεγέθη, η δυσκολία αποδοχής του συνεταιρισμού από τον ανεξάρτητο καπετάνιο-ιδιοκτήτη και οι καινούργιοι εμπορικοί θαλάσσιοι δρόμοι ήταν οι αιτίες που το Γαλαξείδι τον 20ου αιώνα έπαψε να έχει παρουσία στην Ελληνική εμπορική ναυτιλία.
«Ο ατμός με τα παράξενα και άγαρμπα πλεούμενα που βγάζουνε μαύρο και πηχτό καπνό από τις τζιμιντέρες τους το φάγανε το Γαλαξείδι. Μερακλήδες καραβοκύρηδες οι Γαλαξειδιώτες καπεταναίοι δεν στάθηκαν άξιοι να γίνουνε εφοπλιστές. Άλλη δουλειά αυτή», καθώς λέει ο Μπάρμπα Σπύρος Βασιλείου ο ζωγράφος. «Αγκαλά και στάθηκε μίαν εποχή που μετρούσε το Γαλαξείδι καμιά κοσαριά βαπόρια, μα δεν προκόψανε κι αυτά. Έτσι ο κόρφος ερημώθηκε πάλι. Κανένα καράβι δεν έμεινε μηδι αργό μηδέ άρρωστο στο λιμάνι. Τιμή στα Γαλαξειδιώτικα καράβια που χαθήκανε.»
Η απασχόληση όμως των Γαλαξειδιωτών σε Ελληνόκτητα πλοία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, και έτσι η ναυτική παράδοση διατηρείται.
Και τότε ιδρύθηκε η Ναυτική Πινακοθήκη. Πήρανε οι Γαλαξειδιώτες τα κάδρα των καραβιών από τη σάλα, βγάλανε από τα σεντούκια τα παλιά θυμητικά τους και τα παραδώσανε στο Δήμαρχό τους, το γιατρό Ευθύμιο Βλάμη.
Υδατογραφία Γαλαξειδιώτικου ιστιοφόρου από τη συλλογή του Μουσείου
“Έτσι –όπως γράφει η Εύα Βλάμη-μέσα στη Ναυτική Πινακοθήκη του Γαλαξειδιού βλέπεις την πολιτεία του παλιού καιρού ζωντανεμένη, να έχει σηκώσει την ταφόπετρα που την πλαντούσε και τώρα χαίρεται κάθε πλεούμενο που’ρθε να αράξει στην αγκαλιά της. Και είναι χαρά να καμαρώνεις όλα τούτα τα πλεούμενα μέσα στην ολοφώτεινη σάλα, σαν σε εκκλησία. Λογίς ολόγυρα πάνω σε πάγκους σύνεργα ναυτικά. Ανάμεσα τους τέσσαρεις κοπελιές, ακροφίγουρα ξεκομμένα από πλώρες παλιών καραβιών”.
Και ήρθανε μετά τα παλικάρια της, «Η Ένωσις Νέων Γαλαξειδίου», να μαζέψουνε τα αρχαία της πόλης, να τα γλιτώσουν από τη ξενιτιά και να φτιάξουν τη αρχαιολογική συλλογή που εμπλουτίστηκε από τις μικρές ανασκαφές τις περιοχής. Έτσι σήμερα το Ναυτικό και Ιστορικό Μουσείο Γαλαξειδίου είναι το καμάρι του τόπου.
Το Γαλαξείδι κηρύχθηκε παραδοσιακός οικισμός το1978 και τα τελευταία χρόνια εξελίχθηκε σε μία από τις πιο γραφικές Ελληνικές τοποθεσίες και προσελκύει πολλούς επισκέπτες όλο το χρόνο.
Βιβλιογραφία
- Σπύρος Βασιλείου. Γαλαξειδιώτικα Καράβια. Ανατύπωση, Εκδόσεις Γκόνη 1996.
- Εύα Βλάμη, Γαλαξείδι – Η μοίρα μιας ναυτικής πολιτείας Εκδόσεις: Εστία, Αθήνα 1982.
- Θανάσης Γκόνης, Πορεία για Γαλαξίδι, Εκδόσεις Γκόνη, Αθήνα 1999
- Ευθύμιος Γουργουρής, Το Γαλαξείδι το καιρό των καραβιών, τομοι 3, Β’ Έκδοση, Σύνδεσμος Γαλαξειδιωτών, Αθήνα 2001
- Ευθυμίου Ιερομονάχου, Χρονικό του Γαλαξειδίου, Εκδόσεις Ακρίτας, Έκδοση 2η, Αθήνα 2004, Διάθεση: Εκδόσεις Εν Πλω.
- Αδωνις Κ. Κύρου, Το Γαλαξείδι στους “Σκοτεινούς” Πρωτοβυζαντινούς Αιώνες σελ.:79-85, Το Γαλαξείδι από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, Αθήνα 2003
- Εφη Μπαζιωτοπούλου – Πάνος Βαλαβάνης “Μετακινήσεις” του Γαλαξειδιού στην Αρχαιότητα,σελ.11-26: Το Γαλαξείδι από την Αρχαιότητα έως Σήμερα, Αθήνα 2003.
- Αναστάσιος Ι. Σκιαδάς, Το Γαλαξείδι, Μια Πανάρχαια Ναυτική Πολιτεία, Αθήνα 1999
- Lucien Lerat: Οι Εσπέριοι Λοκροί, Ι Τοπογραφία και Ερείπια, ΙΙ Ιστορία, Θεσμοί, Προσωπογραφία. Έκδοση Μετάφρασης από την Δημοτική Βιβλιοθήκη Άμφισσας. Άμφισσα 2008.